σαφέστερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαφέστερος | η | σαφέστερη | το | σαφέστερο |
| γενική | του | σαφέστερου | της | σαφέστερης | του | σαφέστερου |
| αιτιατική | τον | σαφέστερο | τη | σαφέστερη | το | σαφέστερο |
| κλητική | σαφέστερε | σαφέστερη | σαφέστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαφέστεροι | οι | σαφέστερες | τα | σαφέστερα |
| γενική | των | σαφέστερων | των | σαφέστερων | των | σαφέστερων |
| αιτιατική | τους | σαφέστερους | τις | σαφέστερες | τα | σαφέστερα |
| κλητική | σαφέστεροι | σαφέστερες | σαφέστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαφέστερος < συγκριτικός βαθμός του σαφής, σαφ-έσ-τερος
Επίθετο
σαφέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο σαφής, πιο ξεκάθαρος, που συνοδεύεται πιθανά απο περισσότερες λεπτομέρειες
- ευγενικός τρόπος να ζητήσει κάποιος λεπτομέρειες και σαφήνεια χωρίς να μεμφθεί το συνομιλητή του ότι υπήρξε ασαφής και γενικόλογος
- Θα μπορούσατε ίσως να γίνετε λίγο σαφέστερος;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.