σαφέστερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαφέστερα < σαφώς ή με σαφή τρόπο


Επίρρημα

σαφέστερα, συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος σαφώς

  1. με τρόπο που ξεκαθαρίζει κάτι καλύτερα, που το κάνει πιο ακριβές, πιο σαφές, πιο αναλυτικό, που το διασαφηνίζει περισσότερο
    Του το εξήγησα σαφέστερα και το παιδί το κατάλαβε.
  2. (κατ’ επέκταση) πιο αυστηρά
    Να το πω σαφέστερα λοιπόν αφού δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αν το ξανακάνεις, ο συνεταιρισμός μας τελειώνει ακαριαία!


Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σαφέστερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.