σαφέστερα
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
σαφέστερα, συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος σαφώς
- με τρόπο που ξεκαθαρίζει κάτι καλύτερα, που το κάνει πιο ακριβές, πιο σαφές, πιο αναλυτικό, που το διασαφηνίζει περισσότερο
- Του το εξήγησα σαφέστερα και το παιδί το κατάλαβε.
- (κατ’ επέκταση) πιο αυστηρά
- Να το πω σαφέστερα λοιπόν αφού δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αν το ξανακάνεις, ο συνεταιρισμός μας τελειώνει ακαριαία!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.