σαφέστερο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σαφέστερο

  1. αιτιατική ενικού του σαφέστερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σαφέστερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.