σαφέστερων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σαφέστερων

  1. γενική πληθυντικού του σαφέστερος
  2. γενική πληθυντικού του σαφέστερη
  3. γενική πληθυντικού του σαφέστερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.