Εωσφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εωσφόρος οι Εωσφόροι
      γενική του Εωσφόρου των Εωσφόρων
    αιτιατική τον Εωσφόρο τους Εωσφόρους
     κλητική Εωσφόρε Εωσφόροι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εωσφόρος < αρχαία ελληνική Ἑωσφόρος < ἕως, αττικός τύπος του ἠώς (αυγή) + φέρω

Κύριο όνομα

Εωσφόρος αρσενικό

  1. (αστρονομία) ο Αυγερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη ως άστρο της αυγής
  2. εβραϊκός κακόβουλος δαίμονας, ο σατανάς, ο αρχάγγελος της κόλασης, ο διάβολος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.