σατανικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σατανικότητα οι σατανικότητες
      γενική της σατανικότητας των σατανικοτήτων
    αιτιατική τη σατανικότητα τις σατανικότητες
     κλητική σατανικότητα σατανικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σατανικότητα < σατανικός + -ότητα

Ουσιαστικό

σατανικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.