αρχισατανάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχισατανάς | οι | αρχισατανάδες |
| γενική | του | αρχισατανά | των | αρχισατανάδων |
| αιτιατική | τον | αρχισατανά | τους | αρχισατανάδες |
| κλητική | αρχισατανά | αρχισατανάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρχισατανάς αρσενικό
- ο αρχιδιάβολος
Μεταφράσεις
αρχισατανάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.