σαρμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαρμάς | οι | σαρμάδες |
| γενική | του | σαρμά | των | σαρμάδων |
| αιτιατική | τον | σαρμά | τους | σαρμάδες |
| κλητική | σαρμά | σαρμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
σαρμάδες με λάχανο
_-_2.jpg.webp)
σαρμάδες με αμπελόφυλλα
Ετυμολογία
- σαρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sarma + -ς
Ουσιαστικό
σαρμάς αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.