σαρμάκο
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαρμάκο | τα | σαρμάκα |
| γενική | του | σαρμάκου | των | σαρμάκων |
| αιτιατική | το | σαρμάκο | τα | σαρμάκα |
| κλητική | σαρμάκο | σαρμάκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαρμάκο ουδέτερο
- (στην έκφραση κάνω σαρμάκο): Στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
- Τώρα σε βλέπω μ' άλλονε κι εγώ κάνω σαρμάκο, / γιατί ταιριάζει τ' όνομα, για να με λένε Μάρκο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο)
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Σημειώσεις
- Κατά το Νικόλαο Πολίτη, ("Λαογραφικά Σύμμεικτα", τ. Β') προέρχεται από τη φράση "κάνε σαμάρκο" ("σαρμάκο", με αντιμετάθεση). Φράση που σήμαινε: «κράτα το στόμα σου ανοικτό, χάσκοντας όπως το λιοντάρι» και, κατ' επέκταση, "σώπασε", "μη μιλάς". Η φράση ετυμολογείται από τα λιοντάρια του San Marco, του εμβλήματος δηλαδή της Βενετίας, γνωστού σε όλη την Ελλάδα από τα βενετσιάνικα κάστρα. Σ' αυτή την περίπτωση θα σήμαινε στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
Μεταφράσεις
σαρμάκο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.