λαχανοσαρμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαχανοσαρμάς | οι | λαχανοσαρμάδες |
| γενική | του | λαχανοσαρμά | των | λαχανοσαρμάδων |
| αιτιατική | τον | λαχανοσαρμά | τους | λαχανοσαρμάδες |
| κλητική | λαχανοσαρμά | λαχανοσαρμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
λαχανοσαρμάδες μέσα σε κατσαρόλα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
λαχανοσαρμάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.