αμπελόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπελόφυλλο τα αμπελόφυλλα
      γενική του αμπελόφυλλου των αμπελόφυλλων
    αιτιατική το αμπελόφυλλο τα αμπελόφυλλα
     κλητική αμπελόφυλλο αμπελόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αμπελόφυλλο το Φθινόπωρο πριν μαραθεί

Ετυμολογία

αμπελόφυλλο < ελληνιστική κοινή ἀμπελόφυλλον < αρχαία ελληνική ἄμπελος + φύλλον

Ουσιαστικό

αμπελόφυλλο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.