τζιγεροσαρμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζιγεροσαρμάς | οι | τζιγεροσαρμάδες |
| γενική | του | τζιγεροσαρμά | των | τζιγεροσαρμάδων |
| αιτιατική | τον | τζιγεροσαρμά | τους | τζιγεροσαρμάδες |
| κλητική | τζιγεροσαρμά | τζιγεροσαρμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τζιγεροσαρμάς αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σαρμάς
Μεταφράσεις
τζιγεροσαρμάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.