σαμπούκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαμπούκος | οι | σαμπούκοι |
| γενική | του | σαμπούκου | των | σαμπούκων |
| αιτιατική | τον | σαμπούκο | τους | σαμπούκους |
| κλητική | σαμπούκε | σαμπούκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αθνισμένος σαμπούκου
Ετυμολογία
- σαμπούκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική sambuco < λατινική sambucus < αρχαία ελληνική σαμβύκη (αντιδάνειο) < αραμαϊκή סַבְּכָא (sabbəḵā)
Ουσιαστικό
σαμπούκος αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2538.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.