αφροξυλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφροξυλιά οι αφροξυλιές
      γενική της αφροξυλιάς των αφροξυλιών
    αιτιατική την αφροξυλιά τις αφροξυλιές
     κλητική αφροξυλιά αφροξυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφροξυλιά < αφρόξυλ(ο) + -ιά [1]

Ουσιαστικό

αφροξυλιά θηλυκό

  • θάμνος ή μικρό δέντρο που έχει μαλακό και ελαφρύ ξύλο όταν είναι σε νεαρή ηλικία (ακτή η μέλαινα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.