αφροξυλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφροξυλιά | οι | αφροξυλιές |
| γενική | της | αφροξυλιάς | των | αφροξυλιών |
| αιτιατική | την | αφροξυλιά | τις | αφροξυλιές |
| κλητική | αφροξυλιά | αφροξυλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφροξυλιά < αφρόξυλ(ο) + -ιά [1]
Ουσιαστικό
αφροξυλιά θηλυκό
Συνώνυμα
- ακταία
- ακτέα
- βούζια
- ζαμπούκος
- κουφοξυλιά
- μπουζίκα
- σάμβυξ
- φροξινάνθι
- φροξυλιά
Μεταφράσεις
αφροξυλιά
|
|
Αναφορές
- αφροξυλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.