σαμάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαμάνος | οι | σαμάνοι |
| γενική | του | σαμάνου | των | σαμάνων |
| αιτιατική | τον | σαμάνο | τους | σαμάνους |
| κλητική | σαμάνε | σαμάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαμάνος < (λόγιο δάνειο) γαλλική chaman[1] < ρωσική шаман (šamán)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σαμάνος
- σαμάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
