σαμανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαμανισμός | οι | σαμανισμοί |
| γενική | του | σαμανισμού | των | σαμανισμών |
| αιτιατική | τον | σαμανισμό | τους | σαμανισμούς |
| κλητική | σαμανισμέ | σαμανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.ma.niˈzmos/
Ουσιαστικό
σαμανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) θρησκευτική / μυστικιστική / μαγική πρακτική που σχετίζεται με τις ενέργειες και τις ικανότητες των σαμάνων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σαμάνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.