Σιβηρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σιβηρία | οι | Σιβηρίες |
| γενική | της | Σιβηρίας | των | Σιβηριών |
| αιτιατική | τη | Σιβηρία | τις | Σιβηρίες |
| κλητική | Σιβηρία | Σιβηρίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σιβηρία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Σιβηρία θηλυκό, μόνο στον ενικό
-
Σιβηρία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.