σαλαμάνδρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλαμάνδρα οι σαλαμάνδρες
      γενική της σαλαμάνδρας των σαλαμανδρών
    αιτιατική τη σαλαμάνδρα τις σαλαμάνδρες
     κλητική σαλαμάνδρα σαλαμάνδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλαμάνδρα ήδη τον 4ο αιώνα πκε στον Αριστοτέλη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σαλαμάνδρα

Ουσιαστικό

σαλαμάνδρα θηλυκό

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαλαμάνδρ αἱ σαλαμάνδραι
      γενική τῆς σαλαμάνδρᾱς τῶν σαλαμανδρῶν
      δοτική τῇ σαλαμάνδρ ταῖς σαλαμάνδραις
    αιτιατική τὴν σαλαμάνδρᾱν τὰς σαλαμάνδρᾱς
     κλητική ! σαλαμάνδρ σαλαμάνδραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαλαμάνδρ
γεν-δοτ τοῖν  σαλαμάνδραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλαμάνδρα < Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση δεδομένου ότι η δομή της λέξης δεν είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.[1] ή είναι άγνωστης ετυμολογίας σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη.[2]

Ουσιαστικό

σαλαμάνδρα, -ας θηλυκό

  • (αμφίβιο, ερπετό) σαλαμάνδρα
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 19 @scaife.perseus
    Ὅτι δ’ ἐνδέχεται μὴ κάεσθαι συστάσεις τινὰς ζῴων, ἡ σαλαμάνδρα ποιεῖ φανερόν· αὕτη γάρ, ὡς φασί, διὰ πυρὸς βαδίζουσα κατασβέννυσι τὸ πῦρ.
      2ος κε αιώνας Γαληνός, De temperamentis, 3.4 @scaife.perseus
    ὡς γὰρ καὶ ἡ σαλαμάνδρα μέχρι μέν τινος οὐδὲν ὑπὸ πυρὸς πάσχει, κατακαίεται δ’, εἰ πλείονα χρόνον πλησιάσειεν, οὕτω καὶ μανδραγόρας καὶ κώνειον καὶ μηκώνιον καὶ ψύλλιον ἐπὶ βραχὺ μὲν ὁμιλήσαντα πυρὶ τὴν οἰκείαν ἔτι διαφυλάττει κρᾶσιν,

Παράγωγα

  • σαλαμάνδρειος

Απόγονοι

σαλαμάνδρα (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: σαλαμάνδρα
λατινικά: salamandra
αγγλικά: salamander
ιταλικά: salamandra
ισπανικά: salamandra
πορτογαλικά: salamandra
γερμανικά: Salamander

Αναφορές

  1. s.v.- σαλαμάνδρα σελ. 1303 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. σαλαμάνδρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.