σάκχαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σάκχαρ | τὰ | σάκχαρᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σάκχαρος | τῶν | σακχάρων | ||||
| δοτική | τῷ | σάκχαρῐ | τοῖς | σάκχαρσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | σάκχαρ | τὰ | σάκχαρᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σάκχαρ | σάκχαρᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάκχαρε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σακχάροιν | ||||||
| 3η κλίση, όπως «σάκχαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σάκχαρ, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
- σάκχαρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σάκχαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.