σάκχαρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σάκχαρον τὰ σάκχαρ
      γενική τοῦ σακχάρου τῶν σακχάρων
      δοτική τῷ σακχάρ τοῖς σακχάροις
    αιτιατική τὸ σάκχαρον τὰ σάκχαρ
     κλητική ! σάκχαρον σάκχαρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σακχάρω
γεν-δοτ τοῖν  σακχάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάκχαρον <  δείτε τη λέξη σάκχαρ

Ουσιαστικό

σάκχαρον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.