σάκχαρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σάκχαρον | τὰ | σάκχαρᾰ |
| γενική | τοῦ | σακχάρου | τῶν | σακχάρων |
| δοτική | τῷ | σακχάρῳ | τοῖς | σακχάροις |
| αιτιατική | τὸ | σάκχαρον | τὰ | σάκχαρᾰ |
| κλητική ὦ! | σάκχαρον | σάκχαρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σακχάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σακχάροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάκχαρον < → δείτε τη λέξη σάκχαρ
Πηγές
- σάκχαρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.