σάκχαρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σάκχαρῐς οἱ σακχάρεις
      γενική τοῦ σακχάρεως τῶν σακχάρεων
      δοτική τῷ σακχάρει τοῖς σακχάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σάκχαρῐν τοὺς σακχάρεις
     κλητική ! σάκχαρῐ σακχάρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σακχάρει
γεν-δοτ τοῖν  σακχαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάκχαρις <  δείτε τη λέξη σάκχαρ

Ουσιαστικό

σάκχαρις, -εως αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή , τρόφιμο) άλλη μορφή του σάκχαρ, η ζάχαρη
      πισσέλαιον, σάκχαρις, στέαρ ποταμίων ἰχθύων ἐν ἡλίῳ ἀποτακὲν καὶ μιγὲν μέλιτι, <καὶ> χολαὶ δὲ πέρδικος ἀγρίας, ἰχθύος τοῦ καλλιωνύμου, σκορπίου ἰχθύος, χελώνης θαλασσίας, ὑαίνης, αἰγὸς ἀγρίας, σὺν μέλιτι πᾶσαι. (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ἁπλῶν φαρμάκων, 1, 40, 4, 6)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.