ρουμάνικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ρουμάνικα
      γενική των ρουμάνικων
    αιτιατική τα ρουμάνικα
     κλητική ρουμάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ρουμάνικα ή ρουμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

ρουμάνικα < ρουμάνικ(ος) +

Επίρρημα

ρουμάνικα

  1. χρησιμοποιώντας την ρουμάνικη γλώσσα
  2. με ρουμάνικο τρόπο, σύμφωνα με τα ρουμάνικα έθιμα
     συνώνυμα: ρουμανιστί

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ρουμάνικα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.