αρουμάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρουμάνικος η αρουμάνικη το αρουμάνικο
      γενική του αρουμάνικου της αρουμάνικης του αρουμάνικου
    αιτιατική τον αρουμάνικο την αρουμάνικη το αρουμάνικο
     κλητική αρουμάνικε αρουμάνικη αρουμάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρουμάνικοι οι αρουμάνικες τα αρουμάνικα
      γενική των αρουμάνικων των αρουμάνικων των αρουμάνικων
    αιτιατική τους αρουμάνικους τις αρουμάνικες τα αρουμάνικα
     κλητική αρουμάνικοι αρουμάνικες αρουμάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρουμάνικος < Αρουμάν(ος) + -ικος

Επίθετο

αρουμάνικος -η -ο ή αρουμανικός

  • άλλη μορφή του αρωμανικός
      Ο Μπακάλλι, πρόκειται να ζητήσει από την Αλβανία να προωθήσει την ανάπτυξη της αρουμάνικης κουλτούρας
    Οι Αρουμάνοι Μεθοδεύουν Αναγνώριση σε Αλβανία-Ελλάδα και όλη τη Βαλκανική@ πενταπόσταγμα, πρόσβαση:2022.01.21

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.