ῥοπή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ῥοπή | αἱ | ῥοπαί |
| γενική | τῆς | ῥοπῆς | τῶν | ῥοπῶν |
| δοτική | τῇ | ῥοπῇ | ταῖς | ῥοπαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ῥοπήν | τὰς | ῥοπᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ῥοπή | ῥοπαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥοπᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥοπαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ῥοπή < θέμα ῥοπ- μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε στο ῥέπω όπως και στο ῥόπαλον.[1]
Ουσιαστικό
ῥοπή θηλυκό
- (αρχική σημασία) η κλίση της ζυγαριάς, της πλάστιγγος
- η ροπή
- η κλίση προς τα κάτω
- (μεταφορικά) η κρίσιμη στιγμή, η καμπή, η σοβαρή τροπή των γεγονότων
- ↪ ῥοπή τοῦ πολέμου
- ο θάνατος
- ↪ ῥοπή βίου μοι
- επενέργεια, επιρροή, η τάση, η πιθανότητα
- ↪ βλέπω δύο ῥοπάς: ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ᾽ . . ἢ . .
Αναφορές
- ροπή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ῥοπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥοπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.