ρωμαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρωμαντικός | η | ρωμαντική | το | ρωμαντικό |
| γενική | του | ρωμαντικού | της | ρωμαντικής | του | ρωμαντικού |
| αιτιατική | τον | ρωμαντικό | τη | ρωμαντική | το | ρωμαντικό |
| κλητική | ρωμαντικέ | ρωμαντική | ρωμαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρωμαντικοί | οι | ρωμαντικές | τα | ρωμαντικά |
| γενική | των | ρωμαντικών | των | ρωμαντικών | των | ρωμαντικών |
| αιτιατική | τους | ρωμαντικούς | τις | ρωμαντικές | τα | ρωμαντικά |
| κλητική | ρωμαντικοί | ρωμαντικές | ρωμαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρωμαντικός < → δείτε τη λέξη ρομαντικός
Επίθετο
ρωμαντικός
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του ρομαντικός
- ※ Ἐν τούτοις τὸ ἔτος 1885 ἐβυθίσθη εἰς τὸ χάος τῆς αἰωνιότητος, ὡς θὰ ἔγραφε ρωμαντικός τις καὶ οἰστρήλατος ποιητής (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ρομαντικός και Ρώμη
Μεταφράσεις
ρωμαντικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.