ροκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροκιά οι ροκιές
      γενική της ροκιάς των ροκιών
    αιτιατική τη ροκιά τις ροκιές
     κλητική ροκιά ροκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροκιά < ροκ + -ιά <αγγλική rock[1] < πρωτογερμανική *rukkōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ruk-néh₂- < *h₃runk-

Ουσιαστικό

ροκιά θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ροκ

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.