rock
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| rock | rocks |
Ουσιαστικό
rock (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο βράχος, το σκληρό στερεό υλικό που αποτελεί μέρος της επιφάνειας της γης και ορισμένων άλλων πλανητών
- ↪ a house built on rock - σπίτι χτισμένο σε βράχο
- ο βράχος, μια μάζα βράχου που υψώνεται πάνω από την επιφάνεια της γης ή στη θάλασσα
- ↪ The ship was tossed on the rocks.
- Το πλοίο έπεσε στα βράχια.
- ↪ The ship was tossed on the rocks.
- ο βράχος
- ↪ Danger! Falling rocks!
- Κίνδυνος! Πτώση βράχων!
- ↪ Danger! Falling rocks!
- (αμερικανική σημασία) η πέτρα
- (μη μετρήσιμο, μουσική) το ροκ
- ↪ rock music - ροκ μουσική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.