rock

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
rock rocks

Ουσιαστικό

rock (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο βράχος, το σκληρό στερεό υλικό που αποτελεί μέρος της επιφάνειας της γης και ορισμένων άλλων πλανητών
    a house built on rock - σπίτι χτισμένο σε βράχο
  2. ο βράχος, μια μάζα βράχου που υψώνεται πάνω από την επιφάνεια της γης ή στη θάλασσα
    The ship was tossed on the rocks.
    Το πλοίο έπεσε στα βράχια.
  3. ο βράχος
    Danger! Falling rocks!
    Κίνδυνος! Πτώση βράχων!
  4. (αμερικανική σημασία) η πέτρα
    The street is full of rocks.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος πέτρες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stone
  5. (μη μετρήσιμο, μουσική) το ροκ
    rock music - ροκ μουσική

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

rock (fr) αρσενικό

  • (μουσική) η / το ροκ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.