ροδοδάκτυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ροδοδάκτυλος | η | ροδοδάκτυλη | το | ροδοδάκτυλο |
| γενική | του | ροδοδάκτυλου | της | ροδοδάκτυλης | του | ροδοδάκτυλου |
| αιτιατική | τον | ροδοδάκτυλο | τη | ροδοδάκτυλη | το | ροδοδάκτυλο |
| κλητική | ροδοδάκτυλε | ροδοδάκτυλη | ροδοδάκτυλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ροδοδάκτυλοι | οι | ροδοδάκτυλες | τα | ροδοδάκτυλα |
| γενική | των | ροδοδάκτυλων | των | ροδοδάκτυλων | των | ροδοδάκτυλων |
| αιτιατική | τους | ροδοδάκτυλους | τις | ροδοδάκτυλες | τα | ροδοδάκτυλα |
| κλητική | ροδοδάκτυλοι | ροδοδάκτυλες | ροδοδάκτυλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ροδοδάκτυλος < αρχαία ελληνική ῥοδοδάκτυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ροδο- + δάκτυλ(ο) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈða.kti.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δο‐δά‐κτυ‐λος
Μεταφράσεις
ροδοδάκτυλος
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ροδοδάκτυλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.