ροδο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροδο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥοδο- < ῥόδ(ον) + -ο-

Πρόθημα

ροδο-, ροδό- ή ροδ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ροδο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ροδό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ροδ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.