ῥοδοδάκτυλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ῥοδοδάκτυλος | τὸ | ῥοδοδάκτυλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ῥοδοδακτύλου | τοῦ | ῥοδοδακτύλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ῥοδοδακτύλῳ | τῷ | ῥοδοδακτύλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ῥοδοδάκτυλον | τὸ | ῥοδοδάκτυλον | ||
| κλητική ὦ! | ῥοδοδάκτυλε | ῥοδοδάκτυλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ῥοδοδάκτυλοι | τὰ | ῥοδοδάκτυλᾰ | ||
| γενική | τῶν | ῥοδοδακτύλων | τῶν | ῥοδοδακτύλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ῥοδοδακτύλοις | τοῖς | ῥοδοδακτύλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ῥοδοδακτύλους | τὰ | ῥοδοδάκτυλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ῥοδοδάκτυλοι | ῥοδοδάκτυλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥοδοδακτύλω | τὼ | ῥοδοδακτύλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥοδοδακτύλοιν | τοῖν | ῥοδοδακτύλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ῥοδοδάκτυλος, -ος, -ον
- που έχει ρόδινα δάκτυλα, ροδοδάκτυλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 152
- Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, νῆσον θαυμάζοντες ἐδινεόμεσθα κατ᾽ αὐτήν.
- Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή, θαυμάζαμε το ωραίο νησί και το γυρίζαμε.
- Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης (@greek-language.gr)
- βροδοδάκτυλος (αιολικός τύπος )
Πηγές
- ῥοδοδάκτυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥοδοδάκτυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.