ῥοδοδάκτυλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ῥοδοδάκτυλος τὸ ῥοδοδάκτυλον
      γενική τοῦ/τῆς ῥοδοδακτύλου τοῦ ῥοδοδακτύλου
      δοτική τῷ/τῇ ῥοδοδακτύλ τῷ ῥοδοδακτύλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ῥοδοδάκτυλον τὸ ῥοδοδάκτυλον
     κλητική ! ῥοδοδάκτυλε ῥοδοδάκτυλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ῥοδοδάκτυλοι τὰ ῥοδοδάκτυλ
      γενική τῶν ῥοδοδακτύλων τῶν ῥοδοδακτύλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ῥοδοδακτύλοις τοῖς ῥοδοδακτύλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ῥοδοδακτύλους τὰ ῥοδοδάκτυλ
     κλητική ! ῥοδοδάκτυλοι ῥοδοδάκτυλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥοδοδακτύλω τὼ ῥοδοδακτύλω
      γεν-δοτ τοῖν ῥοδοδακτύλοιν τοῖν ῥοδοδακτύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ῥοδοδάκτυλος < (ῥόδον) ῥοδο- + -δάκτυλος (δάκτυλος)

Επίθετο

ῥοδοδάκτυλος, -ος, -ον

  • βροδοδάκτυλος (αιολικός τύπος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.