ροδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροδιά οι ροδιές
      γενική της ροδιάς των ροδιών
    αιτιατική τη ροδιά τις ροδιές
     κλητική ροδιά ροδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Η γενική πληθυντικού ταυτίζεται με αυτήν του ουσιαστικού ρόδι.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροδιά
 

Ετυμολογία 1

ροδιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥοδ(ῆ) + -ιά

Ουσιαστικό

ροδιά θηλυκό

  • (φυτό) οπωροφόρο φυτό (δέντρο ή θάμνος, Punica granatum)
      Οδυσσέας Ελύτης, Η τρελή ροδιά, 1η στροφή, στα   Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β' Λυκείου, Β' τεύχος
    Η τρελή ροδιά - Το ποίημα είναι γεμάτο από αισθήματα αισιοδοξίας και εικόνες της ελληνικής φύσης, που μέσα στη φαντασία του ποιητή συμπλέκονται με τη μόνιμη εικόνα μιας τρελής ροδιάς. []
     
    Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
    Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
    Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
    Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
    Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
    Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ροδιά < ρόδ(α) + -ιά

Ουσιαστικό

ροδιά θηλυκό

  • (προφορικό) ίχνος από ρόδα αυτοκινήτου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.