ριπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ριπή | οι | ριπές |
| γενική | της | ριπής | των | ριπών |
| αιτιατική | τη | ριπή | τις | ριπές |
| κλητική | ριπή | ριπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ριπή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥιπή
- (βολές πυροβόλου) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rafale[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐πή
Ουσιαστικό
ριπή θηλυκό
- βίαιη, σφοδρή κίνηση (συνήθως του ανέμου)
- ※ Το παράθυρο δεν ήταν καλά κλεισμένο, ανοίγει διάπλατα από μια ριπή ανέμου, η κουρτίνα κολπώνεται αθόρυβα, πυκνή ομίχλη εισβάλλει, απλώνεται, κατακλύζει ολόκληρο το δωμάτιο. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])
- σύνολο από διαδοχικές βολές πυροβόλου όπλου που εκτελούνται με μεγάλη ταχύτητα
Εκφράσεις
- εν ριπή οφθαλμού: "μέχρι να ανοιγοκλείσουν τα μάτια", δηλαδή πάρα πολύ γρήγορα
Αναφορές
- ριπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.