εν ριπή οφθαλμού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν ριπή οφθαλμού (λόγιο)
- (κυριολεκτικά) σε μία ματιά
- (μεταφορικά) πάρα πολύ γρήγορα, σε ελάχιστο χρόνο
Μεταφράσεις
εν ριπή οφθαλμού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.