εν ριπή οφθαλμού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν ριπή οφθαλμού < (καθαρεύουσα ) ἐν, ῥιπῇ (δοτική ενικού του ῥιπή) & ὀφθαλμοῦ (γενική ενικού του ὀφθαλμός)  δείτε τις λέξεις εν, ριπή και οφθαλμός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν ριπή οφθαλμού (λόγιο)

  1. (κυριολεκτικά) σε μία ματιά
  2. (μεταφορικά) πάρα πολύ γρήγορα, σε ελάχιστο χρόνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.