ρινοπλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρινοπλαστικός η ρινοπλαστική το ρινοπλαστικό
      γενική του ρινοπλαστικού της ρινοπλαστικής του ρινοπλαστικού
    αιτιατική τον ρινοπλαστικό τη ρινοπλαστική το ρινοπλαστικό
     κλητική ρινοπλαστικέ ρινοπλαστική ρινοπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρινοπλαστικοί οι ρινοπλαστικές τα ρινοπλαστικά
      γενική των ρινοπλαστικών των ρινοπλαστικών των ρινοπλαστικών
    αιτιατική τους ρινοπλαστικούς τις ρινοπλαστικές τα ρινοπλαστικά
     κλητική ρινοπλαστικοί ρινοπλαστικές ρινοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρινοπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhinoplastique < rhinoplastie < αρχαία ελληνική ῥίς + πλαστικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.no.pla.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρινοπλαστικός

Επίθετο

ρινοπλαστικός

Ουσιαστικό

ρινοπλαστικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.