ρινοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρινοπλαστική | οι | ρινοπλαστικές |
| γενική | της | ρινοπλαστικής | των | ρινοπλαστικών |
| αιτιατική | τη | ρινοπλαστική | τις | ρινοπλαστικές |
| κλητική | ρινοπλαστική | ρινοπλαστικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρινοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhinoplastique < rhinoplastie < αρχαία ελληνική ῥίς + πλαστικός
Ουσιαστικό
ρινοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση με την οποία διορθώνονται ρινικές ανωμαλίες για λειτουργικούς και αισθητικούς λόγους
Συγγενικά
- ρινοπλαστικός
- → δείτε τις λέξεις ρίνα και πλαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
