χειρουργική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειρουργική | ||
| γενική | της | χειρουργικής | ||
| αιτιατική | τη | χειρουργική | ||
| κλητική | χειρουργική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειρουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χειρουργικός, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειρουργική (τέχνη) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ɾuɾ.ʝiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρουρ‐γι‐κή
- ομόηχο: χειρουργικοί
Ουσιαστικό
χειρουργική θηλυκό
- (ιατρική) ο κλάδος της ιατρικής που ειδικεύεται στη θεραπεία του ασθενούς με τη χρήση χειρουργικών μεθόδων-επεμβάσεων στο σώμα του ασθενούς που γίνονται με ειδικά εργαλεία· το σύνολο των σχετικών ειδικοτήτων
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χειρουργός
Σύνθετα
- αγγειοχειρουργική
- καρδιοχειρουργική
- μικροχειρουργική
- νευροχειρουργική
- ψυχοχειρουργική
- λήγουν σε -χειρουργική - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χειρουργική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χειρουργικός
Αναφορές
- χειρουργική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χειρουργική | ||||||
| γενική | τῆς | χειρουργικῆς | ||||||
| δοτική | τῇ | χειρουργικῇ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | χειρουργικήν | ||||||
| κλητική ὦ! | χειρουργική | |||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- χειρουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χειρουργικός (εννοείται τέχνη)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χειρουργική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χειρουργικός
Πηγές
- χειρουργικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.