ρηξιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρηξιακός | η | ρηξιακή | το | ρηξιακό |
| γενική | του | ρηξιακού | της | ρηξιακής | του | ρηξιακού |
| αιτιατική | τον | ρηξιακό | τη | ρηξιακή | το | ρηξιακό |
| κλητική | ρηξιακέ | ρηξιακή | ρηξιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρηξιακοί | οι | ρηξιακές | τα | ρηξιακά |
| γενική | των | ρηξιακών | των | ρηξιακών | των | ρηξιακών |
| αιτιατική | τους | ρηξιακούς | τις | ρηξιακές | τα | ρηξιακά |
| κλητική | ρηξιακοί | ρηξιακές | ρηξιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρηξιακός (νεολογισμός) < ρήξ(η) + -ιακός ή αρχαία ελληνική ῥῆξι(ς) + -ακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.ksi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρη‐ξι‐α‐κός
Επίθετο
ρηξιακός
- (μεταφορικά) που έχει σχέση ή αναφέρεται σε ρήξη, σύγκρουση
- ※ Αυτό ακριβώς το ρηξιακό στοιχείο προσπαθούμε να αναπτύξουμε στην παράσταση, (Η "Αντιγόνη" απόψε στην Καλαμάτα - Ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος μιλάει στην "Ε", εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ online, 25/8/2021
- ≈ συνώνυμα: συγκρουσιακός
- (γεωλογία, σεισμολογία) που αφορά/ περιέχει ρήγμα
- ※ Σύμφωνα με τους σεισμολόγους, η ρηξιακή ζώνη Γεράσας δίνει πολύ συχνά σεισμούς, με αποτέλεσμα να σημειώνονται δεκάδες κάθε χρόνο (Στο «χορό» των Ρίχτερ η Κύπρος: Ακολούθησαν περίπου 20 μετασεισμοί, alphanews, Κύπρος, 27/10/2021,
- → δείτε και τη λέξη ρηξιγενής (που έχει επέλθει μετά από ρήξη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.