réalisable

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʁe.a.li.zabl/

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
réalisable réalisables

réalisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να μετατραπεί πολύ γρήγορα σε ρευστό χρήμα, ρευστοποιήσιμος
  2. πραγματοποιήσιμος, εφικτός, υλοποιήσιμος, κατορθωτός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.