καστορέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καστορέλαιο | τα | καστορέλαια |
| γενική | του | καστορέλαιου | των | καστορέλαιων |
| αιτιατική | το | καστορέλαιο | τα | καστορέλαια |
| κλητική | καστορέλαιο | καστορέλαια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καστορέλαιο < κάστορ(ας) + -έλαιο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική castor oil
Ουσιαστικό
καστορέλαιο ουδέτερο
- φυτικό έλαιο που παράγεται από το τροπικό φυτό Ρίκινος ο Κοινός και το χρησιμοποιούμε σαν καθαρτικό ή στην παρασκευή σαπουνιών, λιπαντικών, βαφών, αρωμάτων κ.ά.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.