ρητινέλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρητινέλαιο τα ρητινέλαια
      γενική του ρητινέλαιου των ρητινέλαιων
    αιτιατική το ρητινέλαιο τα ρητινέλαια
     κλητική ρητινέλαιο ρητινέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρητινέλαιο < ρητίν(η) + -έλαιο (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική olio di ricino

Ουσιαστικό

ρητινέλαιο ουδέτερο

  1. έλαιο που παράγεται από ρητίνες
  2. φυτικό έλαιο που παράγεται από το τροπικό φυτό Ρίκινος ο Κοινός και το χρησιμοποιούμε σαν καθαρτικό ή στην παρασκευή σαπουνιών, λιπαντικών, βαφών, αρωμάτων κ.ά.
     συνώνυμα: καστορέλαιο, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.