ραδιούργος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιούργος η ραδιούργα το ραδιούργο
      γενική του ραδιούργου της ραδιούργας του ραδιούργου
    αιτιατική τον ραδιούργο τη ραδιούργα το ραδιούργο
     κλητική ραδιούργε ραδιούργα ραδιούργο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιούργοι οι ραδιούργες τα ραδιούργα
      γενική των ραδιούργων των ραδιούργων των ραδιούργων
    αιτιατική τους ραδιούργους τις ραδιούργες τα ραδιούργα
     κλητική ραδιούργοι ραδιούργες ραδιούργα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραδιούργος < ελληνιστική κοινή ῥᾳδιουργός με μετακίνηση τόνου κατά τα κακόσημα όπως κακούργος[1] < αρχαία ελληνική ῥᾴδι(ος) + -ουργός[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾa.ðiˈuɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραδιούργος

Επίθετο

ραδιούργος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ραδιούργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.