ραδιοφωνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιοφωνικός η ραδιοφωνική το ραδιοφωνικό
      γενική του ραδιοφωνικού της ραδιοφωνικής του ραδιοφωνικού
    αιτιατική τον ραδιοφωνικό τη ραδιοφωνική το ραδιοφωνικό
     κλητική ραδιοφωνικέ ραδιοφωνική ραδιοφωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιοφωνικοί οι ραδιοφωνικές τα ραδιοφωνικά
      γενική των ραδιοφωνικών των ραδιοφωνικών των ραδιοφωνικών
    αιτιατική τους ραδιοφωνικούς τις ραδιοφωνικές τα ραδιοφωνικά
     κλητική ραδιοφωνικοί ραδιοφωνικές ραδιοφωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραδιοφωνικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική radiophonique. Μορφολογικά, ραδιοφων(ία) + -ικός. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾa.ði̯o.fo.niˈkos/ & /ɾa.ðʝo.fo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραδιοφωνικός

Επίθετο

ραδιοφωνικός, -ή, -ό

  • σχετικός με το ραδιόφωνο
    ραδιοφωνική εκπομπή, ραδιοφωνικός σταθμός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.