ραδιοφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ραδιοφωνικός | η | ραδιοφωνική | το | ραδιοφωνικό |
| γενική | του | ραδιοφωνικού | της | ραδιοφωνικής | του | ραδιοφωνικού |
| αιτιατική | τον | ραδιοφωνικό | τη | ραδιοφωνική | το | ραδιοφωνικό |
| κλητική | ραδιοφωνικέ | ραδιοφωνική | ραδιοφωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ραδιοφωνικοί | οι | ραδιοφωνικές | τα | ραδιοφωνικά |
| γενική | των | ραδιοφωνικών | των | ραδιοφωνικών | των | ραδιοφωνικών |
| αιτιατική | τους | ραδιοφωνικούς | τις | ραδιοφωνικές | τα | ραδιοφωνικά |
| κλητική | ραδιοφωνικοί | ραδιοφωνικές | ραδιοφωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ραδιοφωνικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική radiophonique. Μορφολογικά, ραδιοφων(ία) + -ικός. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾa.ði̯o.fo.niˈkos/ & /ɾa.ðʝo.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐δι‐ο‐φω‐νι‐κός
Αναφορές
- ραδιοφωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.