ραγιάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραγιάς οι ραγιάδες
      γενική του ραγιά των ραγιάδων
    αιτιατική τον ραγιά τους ραγιάδες
     κλητική ραγιά ραγιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραγιάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική raya < αραβική رعايا (raʿāyā), πληθυντικός του رعية (raʿiyya: κοπάδι, αγέλη) < ρίζα ر ع ي ‎(r-ʿ-y)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾaˈʝas/

Ουσιαστικό

ραγιάς αρσενικό

  1. (ιστορία) ο μη μουσουλμάνος υπήκοος (υποτελής / σκλάβος) του σουλτάνου στα χρόνια της τουρκοκρατίας
  2. (κατ’ επέκταση, μειωτικό) υποτελής, υπόδουλος

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.