ραγιαδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραγιαδισμός οι ραγιαδισμοί
      γενική του ραγιαδισμού των ραγιαδισμών
    αιτιατική τον ραγιαδισμό τους ραγιαδισμούς
     κλητική ραγιαδισμέ ραγιαδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραγιαδισμός < ραγιάδ(ες) + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾa.ʝa.ðiˈzmos/

Ουσιαστικό

ραγιαδισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.