ανάρρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάρρηση οι αναρρήσεις
      γενική της ανάρρησης* των αναρρήσεων
    αιτιατική την ανάρρηση τις αναρρήσεις
     κλητική ανάρρηση αναρρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάρρηση < αρχαία ελληνική ἀνάρρησις < ἀνά + ῥῆσις

Ουσιαστικό

ανάρρηση θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος για την πρώτη έννοια)

  1. (λόγιο) η επίσημη ανάληψη καθηκόντων σε κάποια ιδιαίτερα υψηλή θέση
    η ανάρρησή του στο θρόνο
  2. η άνοδος σε κάποια σχετικά υψηλή θέση, η ανάδειξη, η αναρρίχηση
    παρακολουθώ καιρό την πορεία του και η ανάρρησή του τελικά στην προεδρία δεν με εντυπωσιάζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.