ράγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ράγισμα | τα | ραγίσματα |
| γενική | του | ραγίσματος | των | ραγισμάτων |
| αιτιατική | το | ράγισμα | τα | ραγίσματα |
| κλητική | ράγισμα | ραγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ράγισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ραγίζω καθώς και η σχισμή που δημιουργείται εκεί που κάτι ραγίζει
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ραγισματιά
- → δείτε τη λέξη ραγίζω
Εκφράσεις
- ραγίζει η καρδιά μου: (μεταφορικά) νιώθω μεγάλη στεναχώρια, οίκτο
- το γυαλί ράγισε: (μεταφορικά) κάτι έπληξε ανεπανόρθωτα μία σχέση, φιλία, την εμπιστοσύνη σε κάποιον κλπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.