πώλησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πώλησῐς αἱ πωλήσεις
      γενική τῆς πωλήσεως τῶν πωλήσεων
      δοτική τῇ πωλήσει ταῖς πωλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πώλησῐν τὰς πωλήσεις
     κλητική ! πώλησῐ πωλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πωλήσει
γεν-δοτ τοῖν  πωλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πώλησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πώλησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.