πυροδιάσπαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροδιάσπαση οι πυροδιασπάσεις
      γενική της πυροδιάσπασης* των πυροδιασπάσεων
    αιτιατική την πυροδιάσπαση τις πυροδιασπάσεις
     κλητική πυροδιάσπαση πυροδιασπάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυροδιασπάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυροδιάσπαση < πυρο- + διάσπαση

Ουσιαστικό

πυροδιάσπαση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.