πυροδοτημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροδοτημένος η πυροδοτημένη το πυροδοτημένο
      γενική του πυροδοτημένου της πυροδοτημένης του πυροδοτημένου
    αιτιατική τον πυροδοτημένο την πυροδοτημένη το πυροδοτημένο
     κλητική πυροδοτημένε πυροδοτημένη πυροδοτημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροδοτημένοι οι πυροδοτημένες τα πυροδοτημένα
      γενική των πυροδοτημένων των πυροδοτημένων των πυροδοτημένων
    αιτιατική τους πυροδοτημένους τις πυροδοτημένες τα πυροδοτημένα
     κλητική πυροδοτημένοι πυροδοτημένες πυροδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυροδοτημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πυροδοτώ

Επίθετο

πυροδοτημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πυροδοτημένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.