wildfire

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

wildfire < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική wilde fȳr. Μορφολογικά ισοδυναμεί με wild + fire

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈwaɪldˌfaɪɚ/

Ουσιαστικό

wildfire (en)

  1. πυρκαγιά που εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα, ιδίως σε αγροτικές και δασικές εκτάσεις (αγροτοδασική)
  2. (παρωχημένο, σπάνιο, ιστορία) το υγρό πυρ
     συνώνυμα: Greek fire
  3. (ιατρική) ασθένεια του δέρματος, το ερυσίπελας
  4. (μεταφορικά) κάτι που ενεργεί γρήγορα και απρόβλεπτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.