wildfire
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- wildfire < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική wilde fȳr. Μορφολογικά ισοδυναμεί με wild + fire
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈwaɪldˌfaɪɚ/
Ουσιαστικό
wildfire (en)
- πυρκαγιά που εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα, ιδίως σε αγροτικές και δασικές εκτάσεις (αγροτοδασική)
- (παρωχημένο, σπάνιο, ιστορία) το υγρό πυρ
- (ιατρική) ασθένεια του δέρματος, το ερυσίπελας
- (μεταφορικά) κάτι που ενεργεί γρήγορα και απρόβλεπτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.